φήληξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φηληκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | φήληξ | οἱ | φήληκες | |
γενική | τοῦ | φήληκος | τῶν | φηλήκων | |
δοτική | τῷ | φήληκῐ | τοῖς | φήληξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | φήληκᾰ | τοὺς | φήληκᾰς | |
κλητική ὦ! | φήληξ | φήληκες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φήληκε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φηλήκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φήληξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφήληξ, -ηκος αρσενικό
- (φρούτο) άγριο σύκο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1165 (1164-1166)
- τόν τε φή-|ληχ᾽ ὁρῶν οἰδάνοντ᾽· | εἶθ᾽ ὁπόταν ᾖ πέπων,
- και να βλέπω τους ορνιούς, | που όλο και φουσκώνουνε,| ώσπου ωρμάζουν για καλά·
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- τόν τε φή-|ληχ᾽ ὁρῶν οἰδάνοντ᾽· | εἶθ᾽ ὁπόταν ᾖ πέπων,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1165 (1164-1166)
Πηγές
επεξεργασία- φήληξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φήληξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.