φέγγρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φέγγρισμα < φεγγρίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφέγγρισμα ουδέτερο
- όταν κάτι είναι ημιδιαφανές, η κατάσταση του ημιδιαφανούς
- το έντονο αδυνάτισμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φέγγρισμα
|