↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φέγγρισμα τα φεγγρίσματα
      γενική του φεγγρίσματος των φεγγρισμάτων
    αιτιατική το φέγγρισμα τα φεγγρίσματα
     κλητική φέγγρισμα φεγγρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φέγγρισμα < φεγγρίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φέγγρισμα ουδέτερο

  1. όταν κάτι είναι ημιδιαφανές, η κατάσταση του ημιδιαφανούς
  2. το έντονο αδυνάτισμα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία