Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φεγγρίζω < παραφθορά του φεγγίζω (<φέγγος) ή κάποιο υποθέτουν από μορφή φεγγαρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

φεγγρίζω

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία