Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φεγγίζω < μεσαιωνική ελληνική φεγγίζω < φέγγ(ος) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

φεγγίζω

  1. γίνομαι ημιδιαφανής, κάτι γίνεται σχεδόν διαφανές
    Η φούστα σου φεγγίζει και φαίνεται το χρώμα της κιλότας σου.
  2. (μεταφορικά) αδυνατίζω πολύ
    Σταμάτα τη δίαιτα γιατί φεγγίζεις πια.

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία