↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάνταξη οι φαντάξεις
      γενική της φάνταξης* των φαντάξεων
    αιτιατική τη φάνταξη τις φαντάξεις
     κλητική φάνταξη φαντάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φαντάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φάνταξη < φαντάζω + -ξη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φάνταξη θηλυκό

  1. (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του φαντασμός, φαντασίωση
  2. επιδεικτική εμφάνιση

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • φάνταξη - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)