υστέρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υστέρω | ||
γενική | της | υστέρως | ||
αιτιατική | την | υστέρω | ||
κλητική | υστέρω | |||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈste.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐στέ‐ρω
- τονικό παρώνυμο: υστερώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
υστέρω θηλυκό
- (προφορικό, επικριτικά ή περιφρονητικά) υστερική γυναίκα
Μεταφράσεις επεξεργασία
υστέρω
|
Πηγές επεξεργασία
- υστέρω @slang.gr πρόσβαση 2022.03.09