υπόρραμμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈpo.ɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πόρ‐ραμ‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπόρραμμα ουδέτερο
- η φόδρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπόρραμμα
→ δείτε τη λέξη φόδρα |