υποστασιοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποστασιοποίηση | οι | υποστασιοποιήσεις |
γενική | της | υποστασιοποίησης* | των | υποστασιοποιήσεων |
αιτιατική | την | υποστασιοποίηση | τις | υποστασιοποιήσεις |
κλητική | υποστασιοποίηση | υποστασιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποστασιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υποστασιοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποστασιοποίηση θηλυκό
- η ενσάρκωση μιας ιδέας ή κάτι άυλου σε μια μορφή ή υπόσταση υλική, χειροπιαστή, αισθητή (δηλαδή αντιληπτή από τις αισθήσεις)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υποστασιοποίηση
|