Ετυμολογία

επεξεργασία
υποστασιοποιώ < λείπει η ετυμολογία

υποστασιοποιώ

  • δίνω σάρκα και οστά σε κάτι άυλο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία