υπομόχλευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπομόχλευση | οι | υπομοχλεύσεις |
γενική | της | υπομόχλευσης* | των | υπομοχλεύσεων |
αιτιατική | την | υπομόχλευση | τις | υπομοχλεύσεις |
κλητική | υπομόχλευση | υπομοχλεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπομοχλεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπομόχλευση μαρτυρείται από το 1894 στην καθαρεύουσα (ὑπομόχλευσις)[1] < υπο- + μόχλευση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπομόχλευση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπομόχλευση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1054, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)