υπερπληθωρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερπληθωρισμός < υπέρ (=υπεράγαν) + πληθωρισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερπληθωρισμός αρσενικό
- είναι η υπερβολική επέκταση του πληθωρισμού, η τρομακτική αύξηση του επιπέδου τιμών σε αγαθά και υπηρεσίες
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερπληθωρισμός