υπερβόλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.peɾˈvo.la/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερβόλα θηλυκό (προφορικό, λαϊκότροπο)
- ο υπερβολικός άνθρωπος
- ※ Τώρα παραλογίζεσαι, είσαι υπερβόλα (συγκρότημα Ημισκούμπρια, από τους στίχους στο «Οι κληρονόμοι», 2001)
- ※ μια επιβεβαίωση για τις φίλες μου που με φωνάζουν υπερβόλα
- Αθηνά Κλήμη, «Όταν μια ταμπέλα STOP ταυτίζεται με έναν σταυρό», athensvoice.gr (25 Μαΐου 2019])· πρόσβαση: 2020-08-31.
- η μεγάλη υπερβολή· κάτι που είναι εξαιρετικά υπερβολικό
- ※ [Μ]ην λυπηθείς την υπερβολή. Η μοναξιά, ειδικά αυτήν την μέρα θέλει υπερβολή. Μην σκεφτείς θερμίδες και λοιπές φλωριές. ΞΕΠΑΤΩΣΟΥ στο φαγί και άσε τις ενοχές για άλλη μέρα. Αν δεν προλάβεις να φτιάσεις με τις δικές σου δυνάμεις κάποια αισχρή υπερβόλα, τότε κινήσου γρήγορα και ξεπάτωσε τα ντελιβεράδικα της περιοχή
- Μάκης Παπασημακόπουλος, «Οδηγός επιβίωσης για να περάσεις μόνος σου το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς», oneman.gr (31 Δεκεμβρίου 2019)· πρόσβαση: 2020-08-31.
- ※ [Μ]ην λυπηθείς την υπερβολή. Η μοναξιά, ειδικά αυτήν την μέρα θέλει υπερβολή. Μην σκεφτείς θερμίδες και λοιπές φλωριές. ΞΕΠΑΤΩΣΟΥ στο φαγί και άσε τις ενοχές για άλλη μέρα. Αν δεν προλάβεις να φτιάσεις με τις δικές σου δυνάμεις κάποια αισχρή υπερβόλα, τότε κινήσου γρήγορα και ξεπάτωσε τα ντελιβεράδικα της περιοχή