Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπεδαφοκαλλιέργεια οι υπεδαφοκαλλιέργειες
      γενική της υπεδαφοκαλλιέργειας των υπεδαφοκαλλιεργειών
    αιτιατική την υπεδαφοκαλλιέργεια τις υπεδαφοκαλλιέργειες
     κλητική υπεδαφοκαλλιέργεια υπεδαφοκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπεδαφοκαλλιέργεια < υπέδαφ(ος) + -ο- + καλλιέργεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπεδαφοκαλλιέργεια θηλυκό

  • η καλλιέργεια φυτών που φύονται κάτω από το έδαφος, στο υπέδαφος, όπως η πατάτα και τα τεύτλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία