Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπαλληλία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
υπαλληλί
α
οι
υπαλληλί
ες
γενική
της
υπαλληλί
ας
των
υπαλληλι
ών
αιτιατική
την
υπαλληλί
α
τις
υπαλληλί
ες
κλητική
υπαλληλί
α
υπαλληλί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπαλληλία
<
υπάλληλος
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υπαλληλία
θηλυκό
η
υπαγωγή
η
τάξη
των
υπαλλήλων
το να είναι κάποιος
υπάλληλος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
υπάλληλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπαλληλία