υδρογονοπυρόλυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδρογονοπυρόλυση | οι | υδρογονοπυρολύσεις |
γενική | της | υδρογονοπυρόλυσης* | των | υδρογονοπυρολύσεων |
αιτιατική | την | υδρογονοπυρόλυση | τις | υδρογονοπυρολύσεις |
κλητική | υδρογονοπυρόλυση | υδρογονοπυρολύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδρογονοπυρολύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδρογονοπυρόλυση < υδρογόν(ο) + -ο- + πυρόλυση
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδρογονοπυρόλυση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδρογονοπυρόλυση
|