Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδραζίνη οι υδραζίνες
      γενική της υδραζίνης των υδραζινών
    αιτιατική την υδραζίνη τις υδραζίνες
     κλητική υδραζίνη υδραζίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδραζίνη < υδρογόνο + άζωτο + -ίνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδραζίνη θηλυκό ή διαζίνη, ή διαμίνη, ή ουδέτερο διαζάνιο, ή υδραζίνιο

  • (χημεία): ανόργανη χημική ένωση υδρογόνου και αζώτου με μοριακό τύπο N2H4, σε υγρή μορφή τοξική και εύφλεκτη
    η υδραζίνη χρησιμοποιείται ως καταλύτης πολυμερισμών, ως προωθητικό αερίων, ως πρώτη ύλη στη φαρμακευτική καθώς και ως αντιδιαβρωτικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία