υδατοδεξαμενή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ða.to.de.ksa.meˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δα‐το‐δε‐ξα‐με‐νή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδατοδεξαμενή θηλυκό
- δεξαμενή που περιέχει νερό κυρίως για τροφοδοσία
- ※ Η Πυροσβεστική έκοψε παρακείμενο μεγάλο δέντρο και αφού το διαμόρφωσε σαν σκάλα, το τοποθέτησε μέσα στην άδεια υδατοδεξαμενή, όσο η αρκούδα ήταν ακόμα αναίσθητη, για να δημιουργηθεί γέφυρα διαφυγής της. (Διέσωσαν αρκούδα που εγκλωβίστηκε σε δεξαμενή, Τα Νέα, 28 Δεκεμβρίου 2017)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδατοδεξαμενή