↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδατοδεξαμενή οι υδατοδεξαμενές
      γενική της υδατοδεξαμενής των υδατοδεξαμενών
    αιτιατική την υδατοδεξαμενή τις υδατοδεξαμενές
     κλητική υδατοδεξαμενή υδατοδεξαμενές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδατοδεξαμενή < υδατο- + δεξαμενή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ða.to.de.ksa.meˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐δα‐το‐δε‐ξα‐με‐νή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδατοδεξαμενή θηλυκό

  • δεξαμενή που περιέχει νερό κυρίως για τροφοδοσία
    ※  Η Πυροσβεστική έκοψε παρακείμενο μεγάλο δέντρο και αφού το διαμόρφωσε σαν σκάλα, το τοποθέτησε μέσα στην άδεια υδατοδεξαμενή, όσο η αρκούδα ήταν ακόμα αναίσθητη, για να δημιουργηθεί γέφυρα διαφυγής της. (Διέσωσαν αρκούδα που εγκλωβίστηκε σε δεξαμενή, Τα Νέα, 28 Δεκεμβρίου 2017)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία