• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τυροδόχη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυροδόχη οι τυροδόχες
      γενική της τυροδόχης των τυροδοχών
    αιτιατική την τυροδόχη τις τυροδόχες
     κλητική τυροδόχη τυροδόχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τυροδόχη < τυρί + -ο- + -δόχη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τυροδόχη θηλυκό

  • (σπάνιο) δοχείο για τυρί

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη τυροδοχείο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τυροδόχη
  • → δείτε τη λέξη τυροδοχείο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τυροδόχη&oldid=6972273"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Δεκεμβρίου 2024, στις 05:29

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Δεκεμβρίου 2024, στις 05:29. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας