τυποσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τυποσκόπιο | τα | τυποσκόπια |
γενική | του | τυποσκόπιου & τυποσκοπίου |
των | τυποσκόπιων & τυποσκοπίων |
αιτιατική | το | τυποσκόπιο | τα | τυποσκόπια |
κλητική | τυποσκόπιο | τυποσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τυποσκόπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυποσκόπιο
|