τυποκλοπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τυποκλοπία < τυποκλόπος + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τυποκλοπία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- τυποκλόπος
- τυποκλοπώ
- → δείτε τις λέξεις τύπος και κλέβω
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυποκλοπία
|