τυλιγάδιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τυλιγάδιασμα < τυλιγαδιάζω + -μα < τυλιγάδι
Ουσιαστικό
επεξεργασίατυλιγάδιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τυλιγαδιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία τυλιγάδιασμα
|
τυλιγάδιασμα ουδέτερο
|