τσουβαλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατσουβαλιάζω (παθητική φωνή: τσουβαλιάζομαι)
- (οικείο) τοποθετώ κάτι σε τσουβάλι
- (μεταφορικά) τοποθετώ πολλούς ή πολλά μαζί σ’ ένα χώρο, στριμώχνω
- (λαϊκότροπο) (αργκό) συλλαμβάνω
- (λαϊκότροπο) εξαπατώ, παραπλανώ, παρασέρνω
- (λαϊκότροπο) αντιμετωπίζω όλα ή όλους με τον ίδιο τρόπο, έστω κι αν το καθένα ξεχωριστά απαιτεί ειδική αντιμετώπιση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τσουβάλι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσουβαλιάζω | τσουβάλιαζα | θα τσουβαλιάζω | να τσουβαλιάζω | τσουβαλιάζοντας | |
β' ενικ. | τσουβαλιάζεις | τσουβάλιαζες | θα τσουβαλιάζεις | να τσουβαλιάζεις | τσουβάλιαζε | |
γ' ενικ. | τσουβαλιάζει | τσουβάλιαζε | θα τσουβαλιάζει | να τσουβαλιάζει | ||
α' πληθ. | τσουβαλιάζουμε | τσουβαλιάζαμε | θα τσουβαλιάζουμε | να τσουβαλιάζουμε | ||
β' πληθ. | τσουβαλιάζετε | τσουβαλιάζατε | θα τσουβαλιάζετε | να τσουβαλιάζετε | τσουβαλιάζετε | |
γ' πληθ. | τσουβαλιάζουν(ε) | τσουβάλιαζαν τσουβαλιάζαν(ε) |
θα τσουβαλιάζουν(ε) | να τσουβαλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσουβάλιασα | θα τσουβαλιάσω | να τσουβαλιάσω | τσουβαλιάσει | ||
β' ενικ. | τσουβάλιασες | θα τσουβαλιάσεις | να τσουβαλιάσεις | τσουβάλιασε | ||
γ' ενικ. | τσουβάλιασε | θα τσουβαλιάσει | να τσουβαλιάσει | |||
α' πληθ. | τσουβαλιάσαμε | θα τσουβαλιάσουμε | να τσουβαλιάσουμε | |||
β' πληθ. | τσουβαλιάσατε | θα τσουβαλιάσετε | να τσουβαλιάσετε | τσουβαλιάστε | ||
γ' πληθ. | τσουβάλιασαν τσουβαλιάσαν(ε) |
θα τσουβαλιάσουν(ε) | να τσουβαλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τσουβαλιάσει | είχα τσουβαλιάσει | θα έχω τσουβαλιάσει | να έχω τσουβαλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις τσουβαλιάσει | είχες τσουβαλιάσει | θα έχεις τσουβαλιάσει | να έχεις τσουβαλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει τσουβαλιάσει | είχε τσουβαλιάσει | θα έχει τσουβαλιάσει | να έχει τσουβαλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τσουβαλιάσει | είχαμε τσουβαλιάσει | θα έχουμε τσουβαλιάσει | να έχουμε τσουβαλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε τσουβαλιάσει | είχατε τσουβαλιάσει | θα έχετε τσουβαλιάσει | να έχετε τσουβαλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τσουβαλιάσει | είχαν τσουβαλιάσει | θα έχουν τσουβαλιάσει | να έχουν τσουβαλιάσει |
|