μπουζουριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπουζουριάζω < μπουζού
Ρήμα
επεξεργασίαμπουζουριάζω
- (αργκό) συλλαμβάνω κάποιον και τον οδηγώ στη φυλακή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μπουζού
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπουζουριάζω | μπουζούριαζα | θα μπουζουριάζω | να μπουζουριάζω | μπουζουριάζοντας | |
β' ενικ. | μπουζουριάζεις | μπουζούριαζες | θα μπουζουριάζεις | να μπουζουριάζεις | μπουζούριαζε | |
γ' ενικ. | μπουζουριάζει | μπουζούριαζε | θα μπουζουριάζει | να μπουζουριάζει | ||
α' πληθ. | μπουζουριάζουμε | μπουζουριάζαμε | θα μπουζουριάζουμε | να μπουζουριάζουμε | ||
β' πληθ. | μπουζουριάζετε | μπουζουριάζατε | θα μπουζουριάζετε | να μπουζουριάζετε | μπουζουριάζετε | |
γ' πληθ. | μπουζουριάζουν(ε) | μπουζούριαζαν μπουζουριάζαν(ε) |
θα μπουζουριάζουν(ε) | να μπουζουριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπουζούριασα | θα μπουζουριάσω | να μπουζουριάσω | μπουζουριάσει | ||
β' ενικ. | μπουζούριασες | θα μπουζουριάσεις | να μπουζουριάσεις | μπουζούριασε | ||
γ' ενικ. | μπουζούριασε | θα μπουζουριάσει | να μπουζουριάσει | |||
α' πληθ. | μπουζουριάσαμε | θα μπουζουριάσουμε | να μπουζουριάσουμε | |||
β' πληθ. | μπουζουριάσατε | θα μπουζουριάσετε | να μπουζουριάσετε | μπουζουριάστε | ||
γ' πληθ. | μπουζούριασαν μπουζουριάσαν(ε) |
θα μπουζουριάσουν(ε) | να μπουζουριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπουζουριάσει | είχα μπουζουριάσει | θα έχω μπουζουριάσει | να έχω μπουζουριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπουζουριάσει | είχες μπουζουριάσει | θα έχεις μπουζουριάσει | να έχεις μπουζουριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπουζουριάσει | είχε μπουζουριάσει | θα έχει μπουζουριάσει | να έχει μπουζουριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπουζουριάσει | είχαμε μπουζουριάσει | θα έχουμε μπουζουριάσει | να έχουμε μπουζουριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπουζουριάσει | είχατε μπουζουριάσει | θα έχετε μπουζουριάσει | να έχετε μπουζουριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπουζουριάσει | είχαν μπουζουριάσει | θα έχουν μπουζουριάσει | να έχουν μπουζουριάσει |
|