τσιφλικούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιφλικούχος < τσιφλίκ(ι) + -ούχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιφλικούχος αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσιφλικούχος
|
τσιφλικούχος αρσενικό ή θηλυκό
|