τσιμπουκάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιμπουκάκι | τα | τσιμπουκάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τσιμπουκάκι | τα | τσιμπουκάκια |
κλητική | τσιμπουκάκι | τσιμπουκάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσιμπουκάκι < τσιμπούκ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡si.buˈka.ci/
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιμπουκάκι ουδέτερο
- το μικρό τσιμπούκι ή το τσιμπούκι με οικείο τρόπο
- ※ Όταν πίνω τουμπεκάκι, θα φουμάρω τσιμπουκάκι (Μάρκος Βαμβακάρης, «Όταν πίνω τουμπεκάκι», ρεμπέτικο τραγούδι του 1932)