Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιμουδιά οι τσιμουδιές
      γενική της τσιμουδιάς των τσιμουδιών
    αιτιατική την τσιμουδιά τις τσιμουδιές
     κλητική τσιμουδιά τσιμουδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιμουδιά < τσίμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιμουδιά θηλυκό

  1. πολύ σιγανός ψίθυρος
    δεν θέλω να ακούσω ούτε τσιμουδιά

  Επιφώνημα επεξεργασία

τσιμουδιά

  • ησυχία, σιωπή, ούτε λέξη

  Μεταφράσεις επεξεργασία