τσιμουδιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσιμουδιά | οι | τσιμουδιές |
γενική | της | τσιμουδιάς | των | τσιμουδιών |
αιτιατική | την | τσιμουδιά | τις | τσιμουδιές |
κλητική | τσιμουδιά | τσιμουδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσιμουδιά < τσίμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιμουδιά θηλυκό
- πολύ σιγανός ψίθυρος
- δεν θέλω να ακούσω ούτε τσιμουδιά
Επιφώνημα
επεξεργασίατσιμουδιά
- ησυχία, σιωπή, ούτε λέξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιμουδιά
|