τσεϊρέκι
Κρητικά (el-crt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσεϊρέκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چیرك (τεταρτημόριο, το τέταρτο της ώρας) (τουρκική çeyrek)[1] < + -ι < περσική چاریک (čârak)[2] < οθωμανική τουρκική چار (čâr, τέσσερα) + περσική یک (yak, ένα). Δείτε και چیركجی (çeyrekçi, χασάπης).
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡sei̯ˈɾe.t͡ʃi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσεϊρέκι ουδέτερο
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίασε άλλα ιδιώματα:
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- Τσερεκτσίδης (επώνυμο)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 743 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
- ↑ چاریک - Steingass, Francis Joseph (1893) A Comprehensive Persian–English dictionary [Λεξικό περσικής-αγγλικής γλώσσας] (στα αγγλικά). Λονδίνο: Routledge & K. Paul. Στο Digital Dictionaries of South Asia.
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014, σελ.356.