Ετυμολογία

επεξεργασία
چیرك < (άμεσο δάνειο) περσική چاریک (čârak)[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε οθωμανική τουρκική چار‎‎ (čâr, τέσσερα) +‎ περσική یک‎ (yak, ένα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

چیرك

  1. τεταρτημόριο, το εν τέταρο
  2. (ιδίως) το τέταρτο της ώρας

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

چیرك (οθωμανικά τουρκικά)

τουρκικά: çeyrek
αλβανικά: çerek
αρμενικά: չէյրէկ (čʿēyrēk)
νέα ελληνικά: τσεϊρέκι (ιδιωματικό)

→ και δείτε  چیرك#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. چاریک -  Steingass, Francis Joseph (1893) A Comprehensive Persian–English dictionary [Λεξικό περσικής-αγγλικής γλώσσας] (στα αγγλικά). Λονδίνο: Routledge & K. Paul. Στο Digital Dictionaries of South Asia.
  • σελ. 743 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).