τσαμασίρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | τσαμασίρια | ||
γενική | των | τσαμασιριών | ||
αιτιατική | τα | τσαμασίρια | ||
κλητική | τσαμασίρια | |||
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσαμασίρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό) (παρωχημένο) άπλυτα
- (κατ’ επέκταση) (ιδιωματικό) (παρωχημένο) μικροπράγματα, προσωπικά αντικείμενα
- ※ Είναι το ντιβάνι μου στενό / και δε μας χωράει και τους δυο!
- Αφού δεν τα κατάφερες, να πας με τα νερά μου, / μάσε τα τσαμασίρια σου και στο καλό, κυρά μου!
- (Από το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Το ντιβάνι»)