τσάταλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσάταλο | τα | τσάταλα |
γενική | του | τσάταλου | των | τσάταλων |
αιτιατική | το | τσάταλο | τα | τσάταλα |
κλητική | τσάταλο | τσάταλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσάταλο ουδέτερο
- άλλη μορφή του τσατάλι
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσάταλο
|