τρυφηλότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρυφηλότητα < (καθαρεύουσα) τρυφηλότης < τρυφηλός + -ότης / -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρυφηλότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του τρυφηλού, αυτού που χαρακτηρίζεται από τρυφή· το χαρακτηριστικό του μαλθακού και ηδυπαθούς βίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρυφηλότητα
|