τρυφηλότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τρυφηλότης | αἱ | τρυφηλότητες | ||||
γενική | τῆς | τρυφηλότητος | τῶν | τρυφηλοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | τρυφηλότητι | ταῖς | τρυφηλότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | τρυφηλότητα | τὰς | τρυφηλότητας | ||||
κλητική ὦ! | τρυφηλότης | τρυφηλότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρυφηλότης (μαρτυρείται από το 1856) [1] < τρυφηλ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρυφηλότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1016, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου