τροχιτζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τροχιτζής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που τροχίζει εργαλεία, μαχαίρια, ψαλίδια, κ.λ.π.
Σημειώσεις επεξεργασία
- παλαιότερα οι τροχιτζήδες ήταν πλανόδιοι επαγγελματίες κουβαλώντας στην πλάτη τους φορητό τροχείο που έμοιαζε με μονότροχο ποδήλατο με πετάλι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τροχιτζής
|