τρομοκαπηλεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρομοκαπηλεία | οι | τρομοκαπηλείες |
γενική | της | τρομοκαπηλείας | των | τρομοκαπηλειών |
αιτιατική | την | τρομοκαπηλεία | τις | τρομοκαπηλείες |
κλητική | τρομοκαπηλεία | τρομοκαπηλείες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρομοκαπηλεία < τρόμ(ος) + -ο- + καπηλεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρομοκαπηλεία θηλυκό
- εκμετάλλευση του τρόμου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρομοκαπηλεία