↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρομοδέμα τα τρομοδέματα
      γενική του τρομοδέματος των τρομοδεμάτων
    αιτιατική το τρομοδέμα τα τρομοδέματα
     κλητική τρομοδέμα τρομοδέματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρομοδέμα < τρομοκρατικός + -ο- + δέμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρομοδέμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία