↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρολαριστής οι τρολαριστές
      γενική του τρολαριστή των τρολαριστών
    αιτιατική τον τρολαριστή τους τρολαριστές
     κλητική τρολαριστή τρολαριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

τρολαριστής < τρολάρω + -ιστής < τρολ < αγγλική troll

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρολαριστής αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη τρολ

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία