Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρολάρω < τρολ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική troll

  Ρήμα επεξεργασία

τρολάρω

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: τρόλαρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία