Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρολάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τρολάρισμα
τα
τρολαρίσμα
τ
α
γενική
του
τρολαρίσμα
τ
ος
των
τρολαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
τρολάρισμα
τα
τρολαρίσμα
τ
α
κλητική
τρολάρισμα
τρολαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τρολάρισμα
<
τρολάρω
+
-ισμα
<
τρολ
<
αγγλική
troll
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τρολάρισμα
ουδέτερο
(
νεολογισμός
), (
πληροφορική
) οι ενέργειες που κάνει ένα
τρολ
και το αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών
Συνώνυμα
επεξεργασία
τρολιά
Συγγενικά
επεξεργασία
τρολάρω
→
δείτε
τη λέξη
τρολ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρολάρισμα
αγγλικά
:
trolling
(en)