Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριχιά οι τριχιές
      γενική της τριχιάς των τριχιών
    αιτιατική την τριχιά τις τριχιές
     κλητική τριχιά τριχιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριχιά < ελληνιστική τριχία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριχιά θηλυκό

  1. το τρίχινο σχοινί, σχοινί που έχει φτιαχτεί από πλέξιμο τριχών
  2. (γενικότερα) χαρακτηρισμός για πολύ χοντρό σχοινί

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία