↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριχίτσα οι τριχίτσες
      γενική της τριχίτσας
    αιτιατική την τριχίτσα τις τριχίτσες
     κλητική τριχίτσα τριχίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριχίτσα < υποκοριστικό του τρίχα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριχίτσα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία