↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριχάρα οι τριχάρες
      γενική της τριχάρας
    αιτιατική την τριχάρα τις τριχάρες
     κλητική τριχάρα τριχάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριχάρα < τρίχα + -άρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριχάρα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία