Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τριτοκοσμικισμός οι τριτοκοσμικισμοί
      γενική του τριτοκοσμικισμού των τριτοκοσμικισμών
    αιτιατική τον τριτοκοσμικισμό τους τριτοκοσμικισμούς
     κλητική τριτοκοσμικισμέ τριτοκοσμικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριτοκοσμικισμός < τρίτος + κόσμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριτοκοσμικισμός αρσενικό

  • πολιτική ιδεολογία του 1940-1950 που προσπάθησε να συνασπίσει τα κράτη που δεν ήθελαν να συνταχθούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Σοβιετική Ένωση, την εποχή του Ψυχρού Πολέμου

  Μεταφράσεις επεξεργασία