Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριπάκι τα τριπάκια
      γενική
    αιτιατική το τριπάκι τα τριπάκια
     κλητική τριπάκι τριπάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριπάκι < αγγλικά: trip, τριπ + -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριπάκι ουδέτερο

  • Η μαστούρα, το μαστούρωμα, η ψυχεδελική εμπειρία, η φαρμακευτική παραίσθηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία