Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τριοξείδιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τριοξείδι
ο
τα
τριοξείδι
α
γενική
του
τριοξειδί
ου
&
τριοξείδι
ου
των
τριοξειδί
ων
αιτιατική
το
τριοξείδι
ο
τα
τριοξείδι
α
κλητική
τριοξείδι
ο
τριοξείδι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τριοξείδιο
<
τρι-
+
οξείδιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τριοξείδιο
ουδέτερο
(
χημεία
):
οξείδιο
με τρία άτομα
οξυγόνου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τριοξείδιο