τριγωνομέτρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τριγωνομέτρηση | οι | τριγωνομετρήσεις |
γενική | της | τριγωνομέτρησης | των | τριγωνομετρήσεων |
αιτιατική | την | τριγωνομέτρηση | τις | τριγωνομετρήσεις |
κλητική | τριγωνομέτρηση | τριγωνομετρήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τριγωνομέτρηση < τριγωνομετρώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριγωνομέτρηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τριγωνομετρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριγωνομέτρηση
|