τραπεζοκρατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τραπεζοκρατία < νεολογισμός, τράπεζ(α) + -ο- + -κρατία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τραπεζοκρατία θηλυκό
- σύστημα διακυβέρνησης στο οποίο οι τράπεζες έχουν τον πρώτο λόγο
- ※ «Δεν υπάρχει τραπεζοκρατία, δεν κυβερνούν οι τράπεζες, η κυβέρνηση θα προστατέψει την πρώτη κατοικία» δήλωσε ο βουλευτής.. (Τα Νέα, 11 Φεβρουαρίου 2019, [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
τραπεζοκρατία
|