τρανότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρανότητα < ελληνιστική κοινή τρανότης (ευκρίνεια)[1] [2] < τρανός < αρχαία ελληνική τρανής
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρανότητα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρανότητα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τρανότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ τρανότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.