Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραγωδοδιδάσκαλος οι τραγωδοδιδάσκαλοι
      γενική του τραγωδοδιδάσκαλου
τραγωδοδιδασκάλου
των τραγωδοδιδάσκαλων
τραγωδοδιδασκάλων
    αιτιατική τον τραγωδοδιδάσκαλο τους τραγωδοδιδάσκαλους
τραγωδοδιδασκάλους
     κλητική τραγωδοδιδάσκαλε τραγωδοδιδάσκαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραγωδοδιδάσκαλος < αρχαία ελληνική τραγῳδοδιδάσκαλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραγωδοδιδάσκαλος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία