τρίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρίο < (άμεσο δάνειο) ιταλική trio < λατινική tria < tres < πρωτοϊταλική *trēs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tréyes
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρίο ουδέτερο άκλιτο
- (προφορικό) άλλη μορφή του τρία
- τριάδα
- το φύλλο με τον αριθμό τρία στην τράπουλα
- (μουσική) σύνθεση για τρία όργανα ή τρεις φωνές
- γκρουπ τριών καλλιτεχνών
- (ειρωνικό) ομάδα τριών ατόμων
- ερωτικό σύμπλεγμα τριών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρίο
|