Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τρίβος οἱ τρίβοι
      γενική τοῦ τρίβου τῶν τρίβων
      δοτική τῷ τρίβ τοῖς τρίβοις
    αιτιατική τὸν τρίβον τοὺς τρίβους
     κλητική ! τρίβε τρίβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρίβω
γεν-δοτ τοῖν  τρίβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρίβος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρίβος αρσενικό (αργότερα, και θηλυκό)

  1. η οδός
  2. (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία